- ρομαντζάρω
- και ρομαντσάρω και ρωμαντζάρω και ρωμαντσάρω Νρεμβάζω, ονειροπολώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. romantzare (βλ. λ. ρομάντζα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρομαντζάρω — και ρομαντσάρω ρεμβάζω, ονειροπολώ: Κάθισαν σ ένα μέρος και ρομάντζαραν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρομαντσάρω — Ν βλ. ρομαντζάρω … Dictionary of Greek
ρωμαντζάρω — και ρωμαντσάρω, Ν βλ. ρομαντζάρω … Dictionary of Greek